Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ἐπ' ἀκμῆς εἶναι

  • 1 Brink

    subs.
    Edge: P. χεῖλος, τό.
    met., of danger, etc.: P. and V. ἀκμή, ἡ.
    Bethink you that you are on the brink of doom: V. φρόνει βεβὼς... ἐπὶ ξυροῦ τύχης (Soph., Ant. 996).
    I have come to sorer trials than Ilium, yea, to the very brink of danger: V. κρείσσονας γὰρ Ἰλιου πόνους ἀφῖγμαι κἀπὶ κινδύνου βάθρα (Eur., Cycl. 351).
    Yea, to the very brink of danger: V. ἀκμήν γʼ ἐπʼ αὐτήν (Eur., Phoen. 1081).
    Be on the brink of, v.: P. and V. μέλλειν (infin.), V. ἐπʼ ἀκμῆς εἶναι (infin.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Brink

  • 2 Point

    subs.
    Sharp end of anything: Ar. and V. ἀκμή, ἡ (Eur., Supp. 318).
    Point of a spear: P. and V. λογχή, ἡ (Plat., Lach. 183D).
    Point of an arrow: V. γλωχς, ἡ.
    Goad: P. and V. κέντρον, τό.
    Sharp point of rock: V. στόνυξ, ὁ (Eur., Cycl.).
    Since the land about Cynossema has a conformation coming to a sharp point: P. τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ Κυνὸς σῆμα ὀξεῖαν καὶ γωνιώδη τὴν περιβολὴν ἔχοντος (Thuc. 8, 104).
    Cape: P. and V. ἄκρα, ἡ, P. ἀκρωτήριον, τό, V. ἀκτή, ἡ, προβλής, ὁ, Ar. and V. ἄκρον, τό, πρών, ὁ.
    Meaning: P. διάνοια, ἡ; see Meaning.
    Lead from the point: P. ἀπάγειν ἀπὸ τῆς ὑποθεσέως (Dem. 416), or simply P. and V. πλανᾶν.
    Miss the point: P. and V. πλανᾶσθαι.
    Beside the point: P. ἔξω τοῦ πράγματος (Dem. 1318), Ar. and P. ἔξω τοῦ λόγου.
    To the point: P. πρὸς λόγον.
    There is no point in: P. οὐδὲν προὔργου ἐστί (with infin.).
    A case in point: P. and V. παρδειγμα, τό.
    Question in discussion: P. and V. λόγος, ὁ.
    Disputed points: P. τὰ διαφέροντα, τὰ ἀμφίλογα.
    It is a disputed point: P. ἀμφισβητεῖται.
    The chief point: P. τὸ κεφάλαιον.
    A fresh point: P. and V. καινόν τι.
    I hear this is his chief point of defence: P. ἀκούω... τοῦτο μέγιστον ἀγώνισμα εἶναι (Lys. 137, 8).
    Highest point, zenith: P. and V. ἀκμή, ἡ.
    Be at its highest point, v.: P. also V. ἀκμάζειν.
    Carry one's point: P. and V. νικᾶν, κρατεῖν τῇ γνώμῃ.
    Make a point, score a point ( in an argument): P. and V. λέγειν τι.
    Herein you give us a point ( advantage) as in draughts: V. ἓν μεν τοδʼ ἡμῖν ὥσπερ ἐν πεσσοῖς δίδως κρεῖσσον (Eur., Supp. 409).
    Turning point in a race-course: P. and V. καμπή, ἡ.
    met., crisis: P. and V. ἀκμή, ἡ, γών, ὁ, ῥοπή, ἡ; see Crisis.
    To make known the country's weak points: P. διδάσκειν ἃ πονηρῶς ἔχει τῶν πραγμάτων (Lys. 143, 7).
    Strong points: P. τὰ ἰσχυρότατα (Thuc. 5, 111).
    Weak points: P. τὰ σαθρά (Dem. 52).
    The weak point in the walls: V. τὸ νόσουν τειχέων (Eur., Phoen. 1097).
    Point of view: P. and V. γνώμη, ἡ, δόξα, ἡ.
    Point of conscience: P. and V. ἐνθμιον, τό.
    At this point: P. and V. ἐνθδε.
    From that point: P. and V. ἐντεῦθεν, ἐνθένδε.
    Up to this point: P. μέχρι τούτου.
    I wish to return to the point from which I digressed into these subjects: P. ἐπανελθεῖν ὁπόθεν εἰς ταῦτα ἐξέβην βούλομαι (Dem. 298).
    I return to the point: P. ἐκεῖσε ἐπανέρχομαι (Dem. 246).
    In one point perplexity has assailed me: V. ἔστιν γὰρ ᾗ ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι (Eur., Hec. 857).
    Be on the point of be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).
    Whom I am on the point of seeing killed: V. ὃν... ἐπʼ ἀκμῆς εἰμὶ κατθανεῖν ἰδεῖν (Eur., Hel. 896). Make a point of, see to it that: P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως (fut. indic. or aor. subj.).
    ——————
    v. trans.
    Sharpen: Ar. and P. κονᾶν (Xen.), Ar. and V. θήγειν.
    Sharpen at the end: V. ἐξαποξνειν (Eur., Cycl.).
    Direct: P. and V. τείνειν.
    Point out or point to: P. and V. δεικνύναι, ἐπιδεικνναι, ποδεικνύναι, V. ἐκδεικνύναι. Ar. and P. φράζειν; see Show.
    Make known: P. and V. διδάσκειν.
    V. intrans. Be directed, tend: P. and V. τείνειν, φέρειν, νεύειν; see Tend.
    It is impossible that the oracle points to this, but to something else more important: Ar. οὐκ ἔσθʼ ὅπως ὁ χρησμὸς εἰς τοῦτο ῥέπει ἀλλʼ εἰς ἕτερόν τι μεῖζον (Pl. 51).
    The cruel violence to his eyes was the work of heaven to point the moral to Greece: V. αἱ θʼ αἱματουργοὶ δεργμάτων διαφθοραί θεῶν σόφισμα κἀπίδειξις Ἑλλάδι (Eur., Phoen. 870).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Point

См. также в других словарях:

  • Γαλαξίδι — Κωμόπολη (1.718 κάτ.) του νομού Φωκίδος, στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού κόλπου, έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην περίοδο της ιστιοφόρου ναυτιλίας, το Γ. γνώρισε μεγάλη ακμή και ήταν πασίγνωστο για τον μεγάλο στόλο, τον πλούτο και τη ναυτική… …   Dictionary of Greek

  • νουράγες — Λέξη διαλεκτική της Σαρδηνίας, με την οποία υποδηλώνονται οι χαρακτηριστικοί προϊστορικοί οχυροί πύργοι που είναι διάσπαρτοι σε ολόκληρο το νησί (σώζονται περίπου 7.000). Πρόκειται για κτίσματα συχνά τεράστιων διαστάσεων, χτισμένα με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βαλκανική χερσόνησος — Είναι η ανατολικότερη από τις τρεις ευρωπαϊκές χερσονήσους που βρέχονται από τη Μεσόγειο. Τα όριά της είναι μερικώς ακαθόριστα, επειδή δεν υπάρχει ένα σαφές διαχωριστικό φράγμα στα βόρειά της, όπου συνδέεται σε μήκος περίπου 1.200 χλμ. με τον… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • πολύεδρο — Κάθε σχήμα του χώρου, που περατώνεται σε επίπεδα πολύγωνα. Κάθε τέτοιο πολύγωνο λέμε ότι είναι μια έδρα του π. Κάθε κορυφή και κάθε πλευρά έδρας λέμε αντίστοιχα ότι είναι κορυφή και ακμή του π. Ο αριθμός των εδρών κάθε π. είναι μεγαλύτερος ή ίσος …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»